- δαιμονισμός
- δαιμονισμόςdemoniac possessionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαιμονισμός — ο (AM δαιμονισμός) [δαιμονίζομαι] το να κατέχεται κάποιος από δαίμονα … Dictionary of Greek
δαιμονισμοῦ — δαιμονισμός demoniac possession masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονισμῶν — δαιμονισμός demoniac possession masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)